Καρκίνος κόλπου
Ο καρκίνος του κόλπου είναι μια ασυνήθιστη γυναικολογική κακοήθεια και αποτελεί το 1 % έως 2 % του συνόλου των καρκίνων του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος.
Η διάγνωση του πρωτοπαθούς καρκίνου του κόλπου είναι σπάνια, γιατί οι περισσότερες από αυτές τις βλάβες (περίπου 80% έως 90%) είναι μεταστατικές.
Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) είναι γνωστός καρκινογόνος παράγοντας για τον όγκο του κόλπου, ωστόσο υπάρχουν και καρκινογόνες οδοί που δεν βασίζονται στον HPV. Όπως και με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, το στέλεχος του ιού HPV16, αντιπροσωπεύει τους περισσότερους θετικούς στον HPV ασθενείς, και για τους δύο καρκίνους.
Ο διηθητικός καρκίνος του κόλπου και ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας μοιράζονται κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως είναι το κάπνισμα, ο HPV, οι πολλαπλοί σεξουαλικοί σύντροφοι κτλ.
Το συχνότερο σύμπτωμα εκδήλωσης των καρκίνων του κόλπου, είναι η ανώμαλη κολπική αιμορραγία και σε μικρότερο ποσοστό οι αυξημένες κολπικές εκκρίσεις.
Μόλις υπάρξει υποψία πρωτοπαθούς καρκίνου του κόλπου ή ακόμα και προκαρκινικής αλλοίωσης (VAIN) ,αυτό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ιστολογικά με βιοψία κατά την διενέργεια της κολποσκόπησης.
Μετά από αξιολόγηση για υποψία καρκίνου του κόλπου απαιτείται ενδελεχής φυσική εξέταση η οποία πρέπει να περιλαμβάνει και την υπερηχογραφία των βουβωνικών λεμφαδένων.
Η μαγνητική τομογραφία της πυέλου, είναι χρήσιμη στη σταδιοποίηση των νεοπλασιών του αιδοίου και του κόλπου, για την εκτίμηση του μεγέθους του όγκου, της τοπικής έκτασης του όγκου και της παρουσίας λεμφαδενικών μεταστάσεων.
Τα καρκινώματα του κόλπου αντιμετωπίζονται γενικά, είτε με χειρουργική επέμβαση, είτε με ακτινοθεραπεία, ανάλογα με το στάδιο της νόσου και την κατάσταση της ασθενούς.
Ο κόλπος χωρίζεται σε τρία μέρη, τα οποία είναι σημαντικά για την ταξινόμηση της θέσης του όγκου και της λεμφικής παροχέτευσης: το κατώτερο, το μεσαίο και το ανώτερο τρίτο.
Με την πρόοδο της χειρουργικής και την καινοτομία στις διαθέσιμες συσκευές, τα ποσοστά επιπλοκών μειώθηκαν σημαντικά σε ασθενείς με καρκίνο του κόλπου.
Ο Γυναικολόγος-Ογκολόγος,υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την τεχνική του λεμφαδένα φρουρού (ICG) στους μηροβουβωνικούς και πυελικούς λεμφαδένες, για την ορθή σταδιοποίηση της νόσου. Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική, μειώνοντας τις μακροχρόνιες επιπλοκές της λεμφαδενεκτομής.
Τα δεδομένα για τον καρκίνο του κόλπου είναι δυστυχώς περιορισμένα, λόγω της σπανιότητας της νόσου. Το σημαντικότερο βήμα αποτελεί η πρόληψη και η διάγνωση του όγκου σε πρώιμο στάδιο, καθιστώντας τη νόσο ιάσιμη.
Ο κ. Γεώργιος Γήτας, ως εξειδικευμένος Γυναικολόγος-Ογκολόγος έχει ασχοληθεί σε κορυφαίο επίπεδο για την καταπολέμηση του καρκίνου του κόλπου, πραγματοποιώντας πολύπλοκα χειρουργεία για τη θεραπεία της νόσου, με τη χρήση προηγμένων τεχνικών (χρήση πράσινου της ινδοκυανίνης ICG για τους μηροβουβωνικούς και πυελικούς λεμφαδένες), για μείωση των μακροχρόνιων μετεγχειρητικών επιπλοκών, με αύξηση της ποιότητας ζωής των ασθενών με τη μέγιστη ογκολογική ασφάλεια, και ριζικών επεμβάσεων σε προχωρημένα στάδια ή κατάσταση υποτροπής (εξεντέρωση με αφαίρεση της ουροδόχου κύστης και του ορθού εντέρου), όπως και για την πλαστική αποκατάσταση της βλάβης (ανάπλαση κόλπου και αιδοίου με δερματικούς και μυϊκούς κρημνούς gracilis muscle flap κτλ.).
Ο κ. Γεώργιος Γήτας διετέλεσε διευθύνων του Κέντρου Γυναικολογικής Ογκολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité Campus Mitte του Βερολίνου, που αποτελεί κέντρο παγκόσμιας αναφοράς για το γυναικολογικό καρκίνο. Επί του παρόντος είναι διευθυντής της Γυναικολογικής-Ρομποτικής Κλινικής του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης.