Καρκίνος μαστού
Το 2012, ανεξαρτήτως φύλου, ο καρκίνος του μαστού ήταν ο δεύτερος πιο συχνά διαγνωσμένος καρκίνος παγκοσμίως, με συχνότητα που ανέρχεται στο 11,9 %.
Είναι ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες, αποτελώντας το 25,2 % όλων των νεοδιαγνωσθέντων καρκίνων. Υπολογίζεται ότι μία στις οκτώ γυναίκες στον κόσμο θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού, και μόνο το 5-10 % αυτών οφείλονται σε γενετικές διαταραχές, ενώ το υπόλοιπο 90-95 % των περιπτώσεων συνδέονται με περιβαλλοντικούς παράγοντες και τον τρόπο ζωής.
Όπως είναι λογικό, η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της νόσου συμβάλουν στη μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας.
Διάφοροι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, ιδίως όταν αυτοί συνυπάρχουν, αυξάνουν τον κίνδυνο νοσηρότητας του καρκίνου του μαστού.
Οι περιβαλλοντικοί και βιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: την ιονίζουσα ακτινοβολία, την ορμονική θεραπεία, την προχωρημένη ηλικία του πρώτου τοκετού, το αλκοόλ, την προχωρημένη ηλικία, την παχυσαρκία, την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας κτλ. Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση (80% αυτών σε γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω).
Στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού συνίσταται ή ενδείκνυται μια υγιής διατροφή, που συμβάλλει στη διατήρηση του σωστού σωματικού βάρους, πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, όσπρια και αποφυγή της γλυκόζης και των αλκοολούχων ποτών.
Πολλές επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι ο περιορισμός των θερμίδων παρεμποδίζει τη διαδικασία της νεοπλασίας. Οι μηχανισμοί που συνδυάζουν την παχυσαρκία με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, περιλαμβάνουν την υπερινσουλιναιμία και την αντίσταση στην ινσουλίνη, την ορμονική διαταραχή, τη χρόνια φλεγμονή, τη μεταβολή της παραγωγής των αγγειακών ενδοθηλιακών αυξητικών παραγόντων, το οξειδωτικό στρες και τις αλλαγές στην ανοσολογική απόκριση.
Η δευτερογενής πρόληψη αποσκοπεί στη θεραπεία της νόσου, πριν διαγνωσθεί σε προχωρημένο και μη ιάσιμο στάδιο. Στόχος μιας τέτοιας πρόληψης είναι η μείωση της θνησιμότητας λόγω καρκίνου, εξαιτίας της έγκαιρης ανίχνευσής του.
Η μαστογραφία είναι μια εξέταση διαλογής για τον καρκίνο του μαστικού αδένα, στην οποία υποβάλλονται οι γυναίκες της ηλικιακής ομάδας 50-69 ετών μία φορά ανά 2 έτη, σύμφωνα με τις Γερμανικές οδηγίες. Το πρόγραμμα αυτό λειτουργεί από το 2005, σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με διαγνωστική ακρίβεια μεταξύ 90-95 %.
Η μαστογραφία δεν συνιστάται για τις νεότερες γυναίκες, καθώς η διαγνωστική ακρίβεια σε ιστό υψηλής πυκνότητας είναι περιορισμένη (60-75 %). Σ´ αυτές τις περιπτώσεις ενδείκνυται η χρήση της μαγνητικής τομογραφίας. Η χρήση αυτών των απεικονιστικών μεθόδων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια βιοψίας, σε περιπτώσεις όπου ο όγκος δεν είναι υπερηχογραφικά ορατός. Η υπερηχογραφία αποτελεί πολύτιμη εξέταση μεταξύ των γυναικών υψηλού κινδύνου, καθώς και κατά την αξιολόγηση των μαστών υψηλής πυκνότητας (ιδίως μεταξύ των νέων γυναικών), δεδομένου ότι η διαγνωστική ακρίβεια της μαστογραφίας είναι περιορισμένη.
Συμπερασματικά, η πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη έχει σημαντικό αντίκτυπο στη νοσηρότητα και στην ανίχνευση του καρκίνου. Η διεύρυνση των γνώσεων των γυναικών σχετικά με τους επιβαρυντικούς παράγοντες του καρκίνου του μαστού και τη δυνατότητα της έγκαιρης διάγνωσης μέσω των διαγνωστικών εξετάσεων, μπορεί να οδηγήσει στον έλεγχο της νόσου.
Το κύριο μέσο θεραπείας του καρκίνου του μαστού παραμένει η χειρουργική επέμβαση. Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, οι γυναίκες που διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού αντιμετωπίστηκαν συνήθως με ριζική μαστεκτομή. Αυτή η χειρουργική επέμβαση χρησιμοποιείται πλέον πολύ σπάνια, μόνο σε προχωρημένα στάδια της νόσου, και έχει αντικατασταθεί από την τοπική εκτομή με διατήρηση του μαστού, καθώς είναι καλά αποδεδειγμένο ότι έχουν το ίδιο ογκολογικό αποτέλεσμα (πιθανότητα υποτροπής και προσδόκιμο επιβίωσης). Πολύ σημαντικό είναι να γίνει η τοπική εκτομή του όγκου σε υγιή χειρουργικά όρια με την χρήση προηγμένων τεχνικών για την οριοθέτηση του όγκου καθώς και την αφαίρεση.
Σε μερικές περιπτώσεις η νεοεπικουρική χημειοθεραπεία μπορεί να μικρύνει αισθητά τον πρωτοπαθή καρκίνο και να καταστήσει δυνατή τη διατήρηση του μαστού μετά από την τοπική εκτομή. Το ογκολογικό αποτέλεσμα της τοπικής εκτομής μαζί με τη χρήση ακτινοθεραπείας είναι ισοδύναμο με εκείνο της μαστεκτομής για τη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του μαστού. Σε όγκους που δεν είναι ψηλαφητοί, τοποθετείται ένας ενσύρματος οδηγός στον όγκο ώστε να ανιχνευτεί με σιγουριά κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Η χειρουργική τομή πραγματοποιείται πάντα σε συνάρτηση του όγκου και της μορφής του μαστού, έτσι ώστε να υπάρχει σίγουρο ογκολογικό αποτέλεσμα, με το καλύτερα δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα. Γι’αυτό το λόγο, τέτοιες επεμβάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται από έμπειρους Ογκολόγους, με εμπειρία χρόνων στη χειρουργική του μαστού και την πλαστική αποκατάστασή του.
Μία από τις σημαντικότερες τεχνικές εξελίξεις στη χειρουργική του μαστού, είναι η εισαγωγή της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα καθώς και η targeted axillary dissection, για τη χειρουργική σταδιοποίηση των λεμφαδένων στη μασχαλιαία περιοχή.
Στην περίπτωση που οι λεμφαδένες είναι ύποπτοι, θα πρέπει να προβούμε στη λήψη βιοψίας προεγχειρητικά. Η τεχνική του φρουρού λεμφαδένα σχετίζεται με σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο λεμφοιδήματος, σε σύγκριση με ένα ριζικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Η διαδικασία είναι περισσότερο από 98% ακριβής. Όταν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, δεν απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν τα αποτελέσματα της βιοψίας είναι θετικά, η άμεση ριζική λεμφαδενεκτομή δεν είναι πλέον απαραίτητη σε γυναίκες που δεν έχουν ψηλαφητούς λεμφαδένες. Σ´ αυτή την περίπτωση είναι αναγκαία η ακτινοβολία της μασχαλιαίας περιοχής, με στόχο να αποφύγουμε τη ριζική λεμφαδενεκτομή και τις μακροχρόνιες επιπλοκές της, καθώς το ογκολογικό αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Όλα αυτά τα δεδομένα μας βοηθούν στην απόφαση για τη διενέργεια της χημειοθεραπείας ή όχι, όπως και το χρονικό σημείο, πριν ή μετά το χειρουργείο, απόφαση που πρέπει να ληφθεί από έμπειρους Γυναικολόγους-Ογκολόγους, που γνωρίζουν τις πιο σύγχρονες οδηγίες για τη θεραπεία της νόσου, καθώς οι θεραπευτικοί αλγόριθμοι γίνονται όλο και πιο σύνθετοι.
Επίσης, εφάμιλλη πολυπλοκότητα στο θεραπευτικό πλάνο εμφανίζεται σε ασθενείς με Her2 θετικούς όγκους ή αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς. Η εξέλιξη στη θεραπεία των ασθενών με καρκίνο του μαστού είναι εξαιρετικά ταχύρρυθμη, με αποτέλεσμα οι διεθνείς οδηγίες να ανανεώνονται υποχρεωτικά κάθε χρόνο με νέα δεδομένα, από τη διεθνή βιβλιογραφία.
Ο κ. Γεώργιος Γήτας εξειδικεύτηκε, κατά την ενδεκάχρονη παραμονή του στη Γερμανία,στη Γυναικολογική Ογκολογία, όπου ο καρκίνος του μαστού, καθώς και η πλαστική αποκατάστασή του μετά από καρκίνο, ανήκουν ξεκάθαρα στο πεδίο των γυναικολόγων.
Πραγματοποιεί πρωτοποριακή χειρουργική τεχνική με διεγχειρητική υπερηχογραφική καθοδήγηση για την ογκεκτομή του μαστού, παρέχοντας την μέγιστη ογκολογική ασφάλεια διατηρώντας το μέγιστο δυνατό μαστό με εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα!
Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο UKSH University Schleswig Holstein του Lübeck αντιμετώπιζε όλες τις καλοήθεις παθήσεις του μαστού καθώς και περίπλοκα περιστατικά καρκίνου, όπως και ως διευθύνων του Γυναικολογικού Κέντρου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité Campus Mitte του Βερολίνου, εφαρμόζοντας προηγμένες τεχνικές (λεμφαδένα φρουρού με χρήση μαγνητικού ανιχνευτή, targeted axillary dissection, τοπική εκτομή με διατήρηση του μαστού μετά από στοχευμένη χημειοθεραπεία, ριζικά χειρουργεία υποτροπών με πλαστική αποκατάσταση κτλ.).
Το Κέντρο Μαστού του Charité Campus Mitte του Βερολίνου αποτελεί παγκόσμιο κέντρο αναφοράς. Tο Νοσοκομείο Charité ανακηρύχθηκε το κορυφαίο στην Ευρώπη και πέμπτο σε όλον τον κόσμο για το 2022.
Ο Γεώργιος Γήτας είναι επί του παρόντος είναι διευθυντής της Γυναικολογικής-Ρομποτικής Κλινικής του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης.